Του πρώην υπουργού Οικονομικών Γιώργου Αγαπητού















Γιώργος Αγαπητός

– Ομότιμος Καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
– Οικονομικός Σύμβουλος του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη την περίοδο 1990 – 1993.
– Υπουργός Οικονομικών στην Οικουμενική Κυβέρνηση Ξ. Ζολώτα το 1990.
– Υπουργός Οικονομικών στην Υπηρεσιακή Κυβέρνηση Ι. Γρίβα το 1989.
– Σύμβουλος των Υπουργών Οικονομικών την περίοδο 1978 – 1981 και το 1989.
– Επιστημονικός Ερευνητής του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών και Προγραμματισμού (ΚΕΠΕ) την περίοδο 1968 – 1987.



·  Η χρεοκοπία της Ελλάδας


Ποιοι είναι οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν την Ελλάδα στα πρόθυρα της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας;

Η Ελλάδα είναι μια ευρωπαϊκή χώρα η οποία είχε υποστεί τεράστιες ζημιές από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και, ουσιαστικά, ξεκίνησε από μηδενική βάση. Το 1950 κατάφερε να μπει στην τροχιά της ανόρθωσης με τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ το 1952 και τις αναπτυξιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν τις επόμενες δεκαετίες. Το 1961 ξεκίνησε η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας με την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης, η οποία όμως ανακόπηκε το 1967, αλλά ολοκληρώθηκε το 1981 με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Το 1980 το δημόσιο χρέος ήταν στο 22% του ΑΕΠ και το 1990 έφτασε στο 71% του ΑΕΠ. Η πολιτική που ασκήθηκε κατά τη δεκαετία του 1980 έδωσε έμφαση στις κοινωνικές παροχές και οδήγησε στη διόγκωση του δημόσιου τομέα, χωρίς προηγουμένως να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για ενίσχυση της παραγωγικής υποδομής και εξασφάλιση μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης. Επιπλέον, οι σημαντικές εισροές κοινοτικών πόρων, που ξεκίνησαν το 1980, δεν αξιοποιήθηκαν ορθολογικά, όπως συνέβη και με την πρόωρη είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη, με συνέπεια να μην πετύχουν τους στόχους τους. Οι δανειακές δεσμεύσεις της χώρας κατά το παρελθόν, η φούσκα του Χρηματιστηρίου το 1999, η υπερχρέωσή της εξαιτίας του υπερτιμημένου κόστους των Ολυμπιακών Αγώνων (2004) και η ανάγκη για νέο δανεισμό οδήγησαν στην αύξηση του δημόσιου χρέους, το οποίο το 2000 έφτασε στο 114% του ΑΕΠ και το 2010 στο 145% του ΑΕΠ. Κατά την περίοδο 2000 – 2008, η ελληνική οικονομία παρουσίασε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από 1% – 5%, οι ρυθμοί όμως αυτοί δεν προέρχονταν από την πραγματική οικονομία, αλλά κυρίως από τον τομέα των υπηρεσιών. Έτσι εξηγείται η συνεχής αύξηση της ανεργίας, η οποία το 2010 έφτασε στο 12% του εργατικού δυναμικού και το 2012 κοντά στο 25%, εξαιτίας των αρνητικών ρυθμών ανάπτυξης που σημειώθηκαν μετά το 2008. Το ισοζύγιο, εξάλλου, εξωτερικών συναλλαγών δεν έπαυσε να είναι αρνητικό (ιδιαίτερα το εμπορικό ισοζύγιο) και συνεχίστηκαν οι υπερτιμολογήσεις των δημοσίων έργων, οι προμήθειες, το ρουσφετολογικό κράτος και οι σπατάλες. Η ελληνική οικονομία, συνεπώς, κατά την τελευταία τριακονταετία, χαρακτηρίζεται από εσωτερικές και εξωτερικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, χωρίς να δοθεί έμφαση στη δημιουργία της απαραίτητης παραγωγικής υποδομής και στην αντιμετώπιση των διαρθρωτικών της προβλημάτων. Η ασθενική αυτή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ήταν ανήμπορη να αντιμετωπίσει τη χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008 και άρχισε να κινείται σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Το κράτος, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είχαν πλέον υπερχρεωθεί, τα δημόσια έσοδα άρχισαν να μειώνονται, ενώ οι δημόσιες δαπάνες και οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους δεν μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν. Αναπόφευκτα, ξεκίνησε η χρεοκοπία της οικονομίας, ο πανικός και η λήψη σπασμωδικών αποφάσεων και μέτρων πολιτικής. Το αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής ήταν η απαράδεκτη προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η πολιτική που επέβαλλε μετά το 2010. Η πολιτική αυτή συρρίκνωσε την ενεργό ζήτηση και την οικονομική δραστηριότητα με συνέπεια την ανάγκη της χώρας για νέο και επαναλαμβανόμενο δανεισμό. Έτσι, η ελληνική οικονομία μπήκε σε ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο θα αργήσει να βγει και είναι σχεδόν αδύνατο να καταφέρει να επιτύχει ένα βιώσιμο δημόσιο χρέος και θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης την επόμενη δεκαετία.

Με διαφορετικούς χειρισμούς και καλύτερη επικοινωνιακή πολιτική, θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε την εκτίναξη των spreads (σ.σ.: διαφορά επιτοκίων δανεισμού της Ελλάδας από τα αντίστοιχα της Γερμανίας) τον Απρίλιο του 2010, που ουσιαστικά μας απέκλεισε από τις αγορές;

Το 2010 η οικονομία είχε μπει ήδη σε ύφεση, το δημόσιο χρέος είχε αυξηθεί σημαντικά και οι κυβερνητικές δηλώσεις στα τέλη του 2009, ότι η ελληνική οικονομία μοιάζει με τον «Τιτανικό», ενίσχυσαν τη δραματική πτώση της αξιοπιστίας της χώρας. Η επικοινωνιακή, συνεπώς, τακτική που ακολουθήθηκε ήταν η χειρότερη δυνατή και τα αποτελέσματά της ήταν μόνον αρνητικά. Η οικονομική που άρχισε να εφαρμόζεται αποδυνάμωσε ακόμη περισσότερο την ενεργό ζήτηση και αυτό επηρέασε αρνητικά την εξέλιξη της απασχόλησης και την απόδοση των φορολογιών. Η αποδοχή, εξάλλου, της συμμετοχής του ΔΝΤ στη δανειοδότηση της χώρας ήταν ο δυναμίτης που εκτίναξε και απορρύθμισε όλους τους τομείς της οικονομίας. Όλες αυτές οι αρνητικές εξελίξεις και η ανάγκη για επιπλέον δημόσιο δανεισμό αύξησαν δραματικά το κόστος δανεισμού (spreads) και περιόρισαν σημαντικά τη δυνατότητα λήψης άμεσων μέτρων για να αποφευχθεί βαθύτερη ύφεση.

Ορισμένες πολιτικές δυνάμεις του Τόπου, αλλά και μία μειονότητα των αναλυτών, υποστήριξαν ότι θα ήταν πιο συμφέρουσα για την Ελλάδα μια εθελούσια αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους από την προσφυγή της στο μηχανισμό στήριξης το Μάιο του 2010. Με άλλα λόγια, θα ήταν προτιμότερο ΤΟΤΕ να δηλώναμε ευθαρσώς ότι αδυνατούμε να ικανοποιήσουμε το σύνολο των υποχρεώσεών μας στους πιστωτές μας καλώντας τους σε διαπραγματεύσεις για το ακριβές ποσοστό αποπληρωμής. Συμμερίζεστε την άποψη αυτή;

Ο Μάιος του 2010 είναι ένας κρίσιμος σταθμός της ελληνικής οικονομίας γιατί οι αποφάσεις που ελήφθησαν έμελλε να παίξουν σημαντικό ρόλο στην πορεία της χώρας για την επόμενη εικοσαετία. Οι αποφάσεις ήταν πρόχειρες, βιαστικές και δε στηρίχθηκαν σε πλήρη αξιολόγηση της πραγματικής κατάστασης της οικονομίας. Κανείς δεν έχει αντιληφθεί γιατί η κυβέρνηση παρουσίασε τόσο τραγική την εικόνα της οικονομίας και γιατί παρουσίασε διογκωμένα τα δημοσιονομικά μεγέθη. Πολλοί πιστεύουν ότι όλες οι ενέργειες τότε ακολουθούσαν ένα προσχεδιασμένο πλαίσιο για να προσδεθεί η χώρα στο ΔΝΤ και να εφαρμοστεί μια σκληρή πολιτική λιτότητας, με απώτερο σκοπό την υποταγή της χώρας στις επιθυμίες των δανειστών και την εκμετάλλευση των φυσικών της πόρων. Εάν υποθέσουμε ότι η οικονομική κατάσταση ήταν τόσο τραγική, τότε η κυβέρνηση όφειλε να προσφύγει κατ’ αρχάς στην απόκτηση πόρων από εσωτερικές πηγές (π.χ.: τραπεζικές αποταμιεύσεις, είσπραξη εκκρεμών φορολογικών εσόδων, επιβολή υψηλού φόρου στους κατέχοντες πλούτο και υψηλά εισοδήματα και έκδοση εσωτερικού δανείου ή ακόμα και σε αναγκαστικό δανεισμό). Παράλληλα, να δεχθεί την προθυμία των ομογενών στο εξωτερικό να προσφέρουν κεφάλαια (είτε ως δωρεές είτε με κρατικά ομόλογα) ή να προσφύγει σε εξωτερικό δανεισμό από τρίτες χώρες (π.χ.: Κίνα, Ρωσία). Εάν αυτές οι προσπάθειες ήταν αναποτελεσματικές, τότε, αντί να υποταχθεί στους επαχθείς όρους της τρόικας, ήταν προτιμότερο να ζητήσει ουσιαστικό “κούρεμα” όλου του δημόσιου χρέους ή να καταφύγει στην προσωρινή στάση πληρωμών των δανείων του εξωτερικού. Η λύση που επιλέχθηκε ήταν η χειρότερη δυνατή και η εμπλοκή του ΔΝΤ δεν ήταν αναπόφευκτη, ήταν όμως καταστροφική γιατί οι όροι δανεισμού που επέβαλε οδηγούν τη χώρα σε πτωχοποίηση και πλήρη εξάρτησή της για τα επόμενα τριάντα χρόνια από τους δανειστές της. Επιπλέον, η λύση αυτή απέδειξε την ανικανότητα της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) να βοηθήσει τα μέλη της, να ενισχύσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και να δείξει ότι η αλληλεγγύη στην Ε.Ε. δεν είναι εικονική πραγματικότητα.

Υπό ποιες προϋποθέσεις εκτιμάτε ότι μπορούν να μειωθούν τα επιτόκια δανεισμού της χώρας μας ώστε το Ελληνικό Δημόσιο να ξαναβγεί για δανεισμό στις αγορές;

Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού γίνεται όταν είναι θετικές οι οικονομικές εξελίξεις μιας χώρας. Όταν μια χώρα, όπως η Ελλάδα, εξαιτίας της πολιτικής των Μνημονίων, έχει μπει σε βαθιά ύφεση, τότε η διεθνής πιστοληπτική της ικανότητα αποδυναμώνεται, ο κίνδυνος αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους μεγαλώνει και, όπως είναι φυσικό, τα επιτόκια δανεισμού, όχι μόνο δε μειώνονται, αλλά συστηματικά αυξάνονται. Η υψηλή επιβάρυνση δανεισμού και οι δυσκολίες νέου δανεισμού θα αυξάνονται όσο η χώρα κινείται σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και όσο συνεχίζεται η εφαρμογή σκληρών προγραμμάτων λιτότητας, τα οποία τελικά οδηγούν σε πτωχοποίηση της χώρας, συρρίκνωση του ιδιωτικού τομέα και του κοινωνικού κράτους.



·  Οι πολιτικές του Μνημονίου


Η κριτική που ασκήθηκε στο πρώτο Μνημόνιο αφορούσε περισσότερο την υπερφορολόγηση του ιδιωτικού τομέα. Ο στόχος για άμεση παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος μπορούσε να είχε επιτευχθεί διαφορετικά;

Η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος στον κρατικό προϋπολογισμό δεν είναι αυτοσκοπός γιατί πολλές φορές ενδείκνυται ο ελλειμματικός προϋπολογισμός στις περιπτώσεις εφαρμογής επεκτατικής αναπτυξιακής πολιτικής. Πολλές αναπτυγμένες οικονομίες παρουσιάζουν δημοσιονομικά ελλείμματα και υψηλό πληθωρισμό. Αυτό δεν είναι κακό εάν ο ρυθμός ανάπτυξης εξασφαλίζει απασχόληση, υψηλούς μισθούς και βιώσιμο δημόσιο χρέος. Στη χώρα μας, αντίθετα, εφαρμόστηκε περιοριστική οικονομική πολιτική (αύξηση φόρων, μείωση δημοσίων δαπανών και μείωση μισθών) σε περιόδους μηδενικής οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό είχε σαν συνέπεια τη μείωση της ενεργού ζήτησης, τη μείωση των δημοσίων εσόδων, την αύξηση του ελλείμματος και την αύξηση των δανειακών αναγκών. Η λανθασμένη πολιτική της ταυτόχρονης συρρίκνωσης του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, η επιβολή έκτακτων φορολογιών με παράλληλη μείωση μισθών – συντάξεων, η απροθυμία πάταξης της φοροδιαφυγής, είσπραξης των οφειλόμενων φόρων και καθορισμού της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη συνέχιση της κρίσης και στη διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Είναι τουλάχιστον αφελές να εκπλήσσονται γιατί μειώνονται τα έσοδα του Δημοσίου, παρά τις αυξήσεις της φορολογικής επιβάρυνσης, ενώ η οικονομία πορεύεται στο βάραθρο.



·  Οικονομική Ανάπτυξη


Ποιες διαρθρωτικές αλλαγές πρέπει να γίνουν ώστε η Ελλάδα να επανέλθει σταδιακά σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης;

Τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι πολλά και μακροχρόνια. Δυστυχώς, διαιωνίζονται, επανειλημμένα εντοπίζονται, αλλά σπάνια αντιμετωπίζονται. Οι χρόνιες αυτές αδυναμίες της οικονομίας εμποδίζουν την αναπτυξιακή διαδικασία και είναι οι κύριες αιτίες της σημερινής κατάστασης. Για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αυτών προβλημάτων, χρειάζεται πολιτική βούληση και ορθολογικός προγραμματισμός ο οποίος θα τηρηθεί από όλες τις κυβερνήσεις. Οι βασικές διαρθρωτικές αλλαγές θα πρέπει να επικεντρωθούν στην αποδοτικότερη δημόσια διοίκηση, σε ένα ορθολογικό (κοινωνικό – αναπτυξιακό) και μόνιμο φορολογικό σύστημα, σε ένα σταθερό εκπαιδευτικό σύστημα, σε ένα λειτουργικό σύστημα υγείας – πρόνοιας. Πρέπει να δημιουργηθεί ένα αποδοτικό επενδυτικό πλαίσιο (κίνητρα, εργασιακή ειρήνη, περιορισμός της γραφειοκρατίας) και να οργανωθεί ορθολογικά ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας, και να γίνει εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της χώρας (καθορισμός ΑΟΖ). Στον τομέα των υπηρεσιών, πρέπει να δοθεί έμφαση στον τουρισμό, τη ναυτιλία και τα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Καμία, όμως, διαρθρωτική αλλαγή δεν πρόκειται να αποδώσει εάν δε λειτουργήσουν οι νομοθετημένοι θεσμοί και εάν δεν υπάρξει η πολιτική βούληση (άσχετα με το πολιτικό κόστος) ώστε να υπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη και εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος και τις δημοκρατικές διαδικασίες (βλέπε ψηφοφορίες στη Βουλή, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, 300 αντί 200 βουλευτές, με αποτέλεσμα η Βουλή να θεωρείται από πολλούς πολίτες “καθαρτήριο” των παρανομιών των βουλευτών). Η έλλειψη αυτής της εμπιστοσύνης είναι η κυριότερη αιτία της αυξανόμενης φοροδιαφυγής και της διογκούμενης παραοοικονομίας. Οι πολίτες δεν έχουν πεισθεί ότι το προϊόν των φορολογιών το διαχειρίζονται σωστά οι κυβερνήσεις, ούτε ότι τα δημόσια αγαθά που προσφέρονται ανταποκρίνονται στις φορολογικές της επιβαρύνσεις.

Σε ποιους τομείς η Ελλάδα μπορεί να επιδείξει συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των υπόλοιπων οικονομιών ώστε η ανάπτυξη να μη βασιστεί πάλι σε εγχώρια κατανάλωση τροφοδοτούμενη από δανεισμό, αλλά σε εξαγωγές ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών;

Η Ελλάδα έχει ορισμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι άλλων οικονομιών και πρέπει να τα αξιοποιήσει προκειμένου να ικανοποιήσει την εγχώρια ζήτηση (υποκατάσταση εισαγομένων προϊόντων) και να αυξήσει τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Τα πλεονεκτήματα αυτά συνδέονται με τον τουριστικό – ναυτιλιακό – αγροτικό τομέα και με τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των βιομηχανιών ενδιάμεσης τεχνολογίας και το φυσικό αέριο – πετρέλαιο.

Με δεδομένη την παρούσα έλλειψη ρευστότητας λόγω του αποκλεισμού της Ελλάδας από τις αγορές, τι μπορεί να γίνει σε αυτήν τη φάση ώστε να αμβλυνθεί η βαθιά ύφεση που έχει ενσκήψει στην ελληνική οικονομία;

Η ύφεση της ελληνικής οικονομίας μπορεί να αντιμετωπισθεί με τις ενέργειες που αναφέρθηκαν προηγουμένως και την κατάργηση των μέτρων λιτότητας ώστε να ξανακινηθεί η ενεργός ζήτηση, η οποία έχει σχεδόν μηδενιστεί. Εάν, αντίθετα, συνεχιστεί η πολιτική λιτότητας και σκληρής φορολογικής επιβάρυνσης των εργαζομένων (αυξήσεις φόρων, έκτακτες φορολογίες, κατάργηση φοροαπαλλαγών), θα χρειαστεί τουλάχιστον μια πενταετία για να επιτευχθεί μηδενικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης.



·  Αγορά Εργασίας


Συμφωνείτε με τη μείωση του κατώτατου μισθού και τις πολιτικές ενίσχυσης της ευελιξίας στην αγορά εργασίας για την αντιμετώπιση της ανεργίας;

Η περιοριστική πολιτική, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα, είναι απαράδεκτη γιατί οι μισθοί και τα ημερομίσθια δεν αποτελούν τον κύριο παράγοντα αύξησης του κόστους παραγωγής, ούτε η μείωσή τους μειώνει το δημοσιονομικό έλλειμμα. Εξάλλου, οι φόροι και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν το 35% του εργατικού εισοδήματος. Αναφορικά με τις μειώσεις των συντάξεων (ιδιωτικού και δημόσιου τομέα) είναι αδικαιολόγητες δεδομένου ότι τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων επί δεκαετίες ήταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κράτος και, στο τέλος, τα μετέτρεψαν σε ομόλογα τα οποία στη συνέχεια τα “κούρεψαν” κατά 53,5%. Επιπλέον, η μείωση του εργατικού εισοδήματος αποδείχθηκε ότι δε συνέβαλε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Η μείωση, συνεπώς, του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα είναι οικονομικά και κοινωνικά αδικαιολόγητη. Η αγορά εργασίας χρειάζεται βελτιώσεις, αλλά αυτές μαζί με τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού θα ’πρεπε να καθοριστούν από τους εργαζόμενους και τους εργοδότες, χωρίς τη σκληρή παρέμβαση της τρόικας.



·  Δημόσιο Χρέος


Έχει τεθεί ο στόχος της μείωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 ώστε να καταστεί βιώσιμο. Εκτιμάτε ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την εφαρμογή μιας νέας, διαφορετικής μορφής από το PSI (Private Sector Involvement), αναδιάρθρωσης;

Το δημόσιο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης το 2012, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, θα υπερβαίνει το ΑΕΠ κατά  169 δισεκατομμύρια ευρώ και ως ποσοστό εκτιμάται στο 192,5% του ΑΕΠ. Η υπέρβαση, δηλαδή, του δημοσίου χρέους έναντι του ΑΕΠ ισούται περίπου με το ύψος του ΑΕΠ. Αυτό συμβαίνει γιατί η χώρα δανείζεται συνεχώς προς χάριν των δανειστών και το PSI (σ.σ.: Private Sector Involvement, συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους) κάλυπτε χρέος συνολικού ύψους μόνο 205,6 δισεκατομμύρια ευρώ, γιατί εξαιρέθηκε δυστυχώς το διακρατικό χρέος και το χρέος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Εθελοντικά συμμετείχαν ομολογιούχοι με ποσό 198 δισεκατομμύρια ευρώ και για τα υπόλοιπα 8 δισεκατομμύρια δεν εφαρμόστηκε η «ρήτρα συλλογικής συμμετοχής». Το ποσοστό του “κουρέματος” ορίστηκε στο 53,5% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων και το προϊόν της διαδικασίας ήταν 106 δισεκατομμύρια ευρώ. Ανέμεναν, συνεπώς, οι πολίτες να μειωθεί το δημόσιο χρέος του 2012 κατά 106 δισεκατομμύρια ευρώ και να διαμορφωθεί στα 240 δισεκατομμύρια. Τελικά, όμως, το χρέος διαμορφώθηκε στα 343 δισεκατομμύρια ευρώ γιατί σ’ αυτό προστέθηκαν 11 δισεκατομμύρια για τις απώλειες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, 49 δισεκατομμύρια ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, 13,3 δισεκατομμύρια για το εκτροχιασθέν δημοσιονομικό έλλειμμα και 3,5 δισεκατομμύρια για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα. Το εκτιμώμενο ποσοστό δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ για το 2013 (192,5%) υπερβαίνει σημαντικά εκείνο του 2011 και του 2012, που διαμορφώθηκε στο 176,9%. Αυτό δείχνει ότι όσο μειώνεται το ΑΕΠ, εξαιτίας της πολιτικής λιτότητας, τόσο θα αυξάνονται οι δανειακές ανάγκες και το ποσοστό του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ. Είναι, συνεπώς, φανερό ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο και το 2020 θα υπερβαίνει σημαντικά το 120% του ΑΕΠ. Για να αποφευχθεί αυτό, χρειάζεται ουσιαστική αναστροφή της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και νέο “κούρεμα” ή διαγραφή («σεισάχθεια») του σημαντικού μέρους του διακρατικού χρέους, εκείνου που κατέχει η ΕΚΤ και των υπερχρεωμένων νοικοκυριών – επιχειρήσεων προς τις τράπεζες.

Έχουμε δεσμευτεί στην υλοποίηση ενός προγράμματος αποκρατικοποιήσεων ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2020, με στόχο τη ριζική μείωση του χρέους μας. Η καταβαράθρωση των χρηματιστηριακών τιμών των εισηγμένων δημοσίων επιχειρήσεων δε ναρκοθετεί το πρόγραμμα αυτό;

Οι αποκρατικοποιήσεις – ιδιωτικοποιήσεις αναφέρονται στη μεταφορά ή απελευθέρωση δραστηριοτήτων από το δημόσιο στον ιδιωτικό έλεγχο ή στην αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Αυτό σημαίνει ότι περιορίζεται ο ρόλος του κράτους και ενισχύεται ο ιδιωτικός τομέας. Η ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα είναι επιθυμητή εφόσον δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, συμβάλλει στη βελτίωση του υγιούς ανταγωνισμού και προσφέρει ποιοτικά καλύτερα προϊόντα – υπηρεσίες σε λογικές τιμές. Ο περιορισμός, επίσης, του ρόλου του κράτους επιβάλλεται όταν οι ΔΕΚΟ (Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί) αποκλίνουν από τον κοινωνικό – στρατηγικό τους στόχο και καθίστανται ζημιογόνες, με συνέπεια να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και να διογκώνουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Δεν πρέπει, όμως, να μας διαφεύγει ότι πολλές ΔΕΚΟ προσφέρουν οιονεί δημόσια αγαθά με κοινωνική και εθνική διάσταση. Η πρακτική των ιδιωτικοποιήσεων συναντάται για πρώτη φορά στην αρχαία Ελλάδα όταν ο Εύβουλος (βλέπε Ξενοφώντα) αποφάσισε την ιδιωτικοποίηση του αργυρωρυχείου του Λαυρίου. Στην πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία, ιδιωτικοποιήσεις έγιναν από τον Αντενάουερ (1960 – 1970), από τη Θάτσερ (1981) και από πολλούς άλλους κατά την περίοδο 1980 – 2000. Η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας και των ΔΕΚΟ δεν πρέπει να αποτελεί αυτοσκοπό ή μόνο ταμιευτικό στόχο, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, υπευθυνότητα, μελέτη και εκτίμηση του γενικότερου συμφέροντος για την κοινωνία. Διαφορετικά, μπορεί να γίνει άγρια εκμετάλλευση από ιδιώτες οι οποίοι θα καρπωθούν υπερκανονικά κέρδη και θα δημιουργηθούν πολυεθνικά μονοπώλια. Αυτό θα είναι σε βάρος των πολιτών, της οικονομίας και της εθνικής κυριαρχίας. Οι ιδιωτικοποιήσεις, συνεπώς, δεν πρέπει να είναι βιαστικές διαδικασίες, πρέπει να γίνονται την κατάλληλη στιγμή (όχι σε περιόδους ύφεσης και χρηματιστηριακών κρίσεων), να μην περιορίζονται στις κερδοφόρες ΔΕΚΟ και να επιτυγχάνεται το κανονικό τίμημα και η εξασφάλιση των εργαζομένων. Πρόσφατα ιδρύθηκε στη χώρα μας το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ), στο οποίο, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (2013 – 2016), μεταφέρθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου. Το ΤΑΙΠΕΔ έχει αναλάβει την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, την αποκρατικοποίηση των ΔΕΚΟ, παραχωρήσεις δικαιωμάτων στα παίγνια, τις υποδομές και τις τραπεζικές μετοχές που κατέχει το Δημόσιο. Η ολοκλήρωση αυτού του προγράμματος από το ΤΑΙΠΕΔ θα γίνει μετά το 2020 και αναμένεται να αποφέρει 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Ειδικότερα, κατά την περίοδο 2013 – 2016 τα αναμενόμενα έσοδα εκτιμώνται να φθάσουν στα 23 δισεκατομμύρια ευρώ. Η πιστή εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου που διέπει το ΤΑΙΠΕΔ μπορεί να αποτελέσει μια ελπιδοφόρο προοπτική ότι η τιμή πώλησης περιουσιακών στοιχείων δε θα επηρεαστεί από την πτώση της τιμής των μετοχών των ΔΕΚΟ, ότι δε θα διατεθούν κατ’ αρχάς και κατ’ αποκλειστικότητα μόνο οι κερδοφόρες ΔΕΚΟ και ότι η διαδικασία δε θα εμποδιστεί από γραφειοκρατικές χρονοβόρες διαδικασίες. Πάντως, τα έσοδα που αναμένονται είναι υπερτιμημένα.



·  Οι πολιτικές της Ευρωζώνης


Η δυνατότητα παρέμβασης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας στην πρωτογενή αγορά κρατικών ομολόγων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη δευτερογενή αγορά χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς, που πρόσφατα αποφασίστηκε, εκτιμάτε ότι αρκεί για να αναχαιτιστεί η επέκταση της κρίσης δανεισμού στα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης;

Η παρέμβαση αυτή είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή για να αναχαιτίσει την επέκταση της δανειακής κρίσης στην Ευρωζώνη. Είναι απαραίτητο να συμπληρωθεί με έκδοση νέου χρήματος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και με έκδοση ευρωομολόγου για την ενίσχυση επενδυτικών πρωτοβουλιών. Πάντως, είναι λανθασμένος ο τρόπος δανεισμού μιας χώρας – μέλους από τα άλλα κράτη και θα πρέπει ο δανεισμός να γίνεται από τα κοινοτικά ταμεία και την ΕΚΤ. Δυστυχώς, ο ρόλος της ΕΚΤ και η συμβολή της στην επίτευξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπολείπεται των προσδοκιών των κρατών – μελών και των πολιτών της Ευρώπης.

Το δημοσιονομικό σύμφωνο που προωθεί η Άνγκελα Μέρκελ για τα ευρωπαϊκά κράτη κατακρίνεται για έμμονη στη λιτότητα και έλλειψη αναπτυξιακών πολιτικών. Εσείς τι γνώμη έχετε για το περιεχόμενο του;  

Εάν υλοποιηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) το Σύμφωνο αυτό, τότε η ύφεση στις χώρες της Ευρωζώνης θα χειροτερεύσει, οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα καταρρεύσουν και η Ε.Ε. θα αποδειχθεί ότι ήταν κτισμένη “στην άμμο”. Η πολιτική της Ε.Ε. εδώ και δεκαετίες είναι προς τη λανθασμένη κατεύθυνση με κύριο άξονα την εμπορευματοποίηση του χρήματος και τα εφαρμοζόμενα προγράμματα λιτότητας είναι η χαριστική βολή για το ευρώ. Αυτό είναι και το κυριότερο πρόβλημα στην ανεπαρκή λειτουργία της Ευρωζώνης και γι’ αυτό δεν έχει επιτευχθεί ουσιαστική σύγκλιση στις πραγματικές οικονομίες των κρατών – μελών της Ε.Ε. Η σύγκλιση αυτή απομακρύνεται και οι διαφορές μεταξύ Νότου και Βορρά διευρύνονται σε βάρος των φτωχότερων χωρών – μελών. Επιπλέον, οι κοινοτικοί πόροι είναι ανεπαρκείς γιατί είναι μόνο στο 1% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, ενώ στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 24%. Ο πενιχρός κοινοτικός προϋπολογισμός οφείλεται στην άρνηση των πλουσιότερων χωρών – μελών να συναινέσουν στην αύξηση του 1% ώστε να φτάσει τουλάχιστον στο 10% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Μόνο έτσι θα μπορούσαν οι καθυστερημένες περιοχές της Ε.Ε. να ενισχύσουν την παραγωγική τους υποδομή και την ανταγωνιστικότητά τους.



·  Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Σύστημα


Ποιες δομικές αλλαγές πρέπει να γίνουν στη λειτουργία του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος ώστε να τεθεί υπό έλεγχο η ανεξέλεγκτη και στρεβλή ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα και να περιοριστεί η επίδραση των αγορών στην καθημερινή μας ζωή;

Η οικονομία της αγοράς, η ελεύθερη οικονομία είναι η καλύτερη επιλογή, αλλά πρέπει να υπάρχουν κανόνες οι οποίοι να τηρούνται από τις επιχειρήσεις και οι πολιτικές που εφαρμόζονται να αποβλέπουν στην εξασφάλιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, με κέντρο βάρους τον άνθρωπο. Κατά τον Αριστοτέλη, ηθική είναι μια πολιτική όταν βελτιώνει το επίπεδο ευημερίας των πολιτών και όταν το χρήμα δεν είναι εμπόρευμα, αλλά μόνο μέσο ανταλλαγής για τη διεξαγωγή των συναλλαγών. Η εμπορευματοποίηση του χρήματος και η εκμετάλλευση των εργαζόμενων, που χαρακτηρίζει σήμερα την παγκόσμια οικονομία, μειώνουν την αξία της ελεύθερης αγοράς, δε δημιουργούν πραγματικό προϊόν και οδηγούν σε φτωχοποίηση των λαών. Η σημερινή κρίση οφείλεται στην επικράτηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο οποίος εμπορευματοποίησε το χρήμα, κατέκλυσε όλα τα κράτη με άυλους τίτλους, οι οποίοι αποδείχτηκαν “σκουπίδια”, τοξικοί, δομημένοι και μηδενικής αξίας. Καταχρέωσαν τις χώρες και τις έθεσαν κάτω από την κηδεμονία τους με στυγνούς όρους δανεισμού. Εάν, συνεπώς, η υφήλιος δεν αποδεσμευτεί από αυτές τις τακτικές και εάν δε γίνουν συνολικές διαγραφές χρεών για τις υπερχρεωμένες χώρες, τότε η ανθρωπότητα είναι βέβαιον ότι οδηγείται σε παγκόσμια σύγκρουση.



Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «University Press» το Δεκέμβριο του 2012.

Μέρος της δημοσιεύτηκε και στην εφημερίδα «ΕΞΠΡΕΣ» στις 24 Δεκεμβρίου 2012:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου